- τριχάς
- -άδος, ἡ Αείδος ωδικού πτηνού, η τσίχλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. τροχ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριχάς — the song thrush fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχας — ο, Ν [τρίχα (ΙΙ)] (με επιτιμητική σημ.) άνθρωπος που λέει ανοησίες, τιποτένιος, ελεεινός … Dictionary of Greek
τρίχας — ο άνθρωπος ασήμαντος, τιποτένιος, μηδαμινός: Κάθεσαι και κουβεντιάζεις μ αυτόν τον τρίχα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίχας — θρίξ hair fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχά — τριχάς the song thrush fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχάδα — τριχάς the song thrush fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλλιά — Το σύνολο των τριχών οι οποίες καλύπτουν το κρανίο του ανθρώπου. Το χρώμα, η όψη και το πάχος της τρίχας αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα των διάφορων φυλών και χρησιμεύουν σε ανθρωπολογικές μελέτες. Το χρώμα, που οφείλεται σε κόκκους χρωστικής… … Dictionary of Greek
власъ — ВЛАС|Ъ (148), А с. 1.Волос: власи главьнии вьси иштьтени соуть. (αἱ τρίχες) Изб 1076, 128; и за власы имъше и. и тако пьхающе влачахоути и. ЖФП XII, 44б; растьрзаша ризы сво˫а. и власы сво˫а обръваша и пьрстию посыпавъше ЧудН XII, 67б; аще хотѩть … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
κόμμωση — Καλλωπιστικό χτένισμα του κεφαλιού. Η ποικιλία των κ. οφείλεται –εκτός από τη διαφορά των φύλων– σε πολλούς παράγοντες, σημαντικότερος από τους οποίους είναι ο πολιτιστικός. Ιστορία. Ακριβείς μαρτυρίες για τις παλαιότερες εποχές μάς προσφέρουν τα … Dictionary of Greek